- λογεῖς
- λογάωto be fond of talkingpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)λογεύςspeakermasc acc plλογεύςspeakermasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογεύς — λογεύς, ὁ (Α) [λόγος] 1. ομιλητής, ρήτορας 2. ο πεζογράφος («λογεῑς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·) … Dictionary of Greek
γενεαλογεῖς — γενεᾱλογεῖς , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγενεαλόγεις — ἐγενεᾱλόγεις , γενεαλογέω trace a pedigree imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)